Η οικονομία της ...μετανάστευσης

προσφυγικό,μετανάστευση, οικονομία, συνάλλαγμα, απασχόληση


Υπάρχει μεγάλη οικονομική βιβλιογραφία που επεδίωξε να ξεμπερδέψει τις εθνικές και περιφερειακές επιπτώσεις της μετανάστευσης. Από την άποψη των χωρών από τις οποίες φεύγουν οι μετανάστες, τα ευρήματα είναι ανάμικτα, αλλά πιθανώς πιο θετικά από ό, τι φαντάζονται οι περισσότεροι άνθρωποι. Κατ’ αρχήν, οι μετανάστες από τις αναπτυσσόμενες χώρες εμβάζουν περίπου 440 δισ. δολάρια ετησίως στους συγγενείς τους στις πατρίδες τους, μία μεταφορά χρημάτων η οποία είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από τη συνολική επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια σε όλο τον κόσμο.

Τι γίνεται όμως με τις χώρες υποδοχής; Σίγουρα για να αξιολογήσει κανείς τις οικονομικές, κοινωνικές και δημογραφικές συνέπειες από τη μεταναστευση, θα πρέπει να εξετάσει την κατάσταση που επικρατεί στις χώρες υποδοχής τους. Και η αλήθεια είναι, η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μεγάλα προβλήματα. Η  γήρανση του πληθυσμού, είναι μία πραγματικότητα με επιπτώσεις τόσο στην κοινωνική ασφάλιση όσο και στα δημόσια οικονομικά. Οι τεράστιες ανάγκες των οικονομικά ισχυρών χωρών σε εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Ακόμα και οι Γερμανοί, πριν την έκρηξη των προσφύγων παραδέχονταν τις ανάγκες για γιατρούς, μηχανολόγους, εξειδικευμένους τεχνικούς, ακόμα και σε κρίσιμους κλάδους της γερμανικής οικονομίας, όπως για παράδειγμα στον κλάδο της πληροφορικής. Στα τέλη του 2013 εργάζονταν στην Γερμανία 2.847 ´Ελληνες γιατροί. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα μετά τους Ρουμάνους (3.454), ενώ ακολουθούν οι Αυστριακοί (2.611) και οι Πολωνοί (1.830).  Πρόκειται για έναν αριθμό αυξημένο κατά 11,4 %, σε σχέση με το 2012. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του βουλγαρικού Τύπου, η Βουλγαρία μέχρι το 2020 θα είναι μία χώρα χωρίς γιατρούς. Από το 2012 περίπου 2.000 Βούλγαροι γιατροί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα τους. Στη χώρα των εφτά εκατομμυρίων κατοίκων, υπάρχουν μόνο 28.000 γιατροί. Πριν από εφτά χρόνια ο αριθμός τους ήταν 35.000. Το ένα τέταρτο δε των γιατρών που ασκούν ιατρική, είναι πάνω από 60 χρονών.

Ένα καλό παράδειγμα βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρά το γεγονός ότι πολλοί Βρετανοί δυσανασχετούν βαθιά για τους μετανάστες. Σχεδόν το ήμισυ του βρετανικής καταγωγής εργατικού δυναμικού, εγκατέλειψε το σχολείο στα 16 ή σε νεότερη ηλικία˙ λιγότεροι από ένας στους πέντε εκ των αλλοδαπών εργαζομένων, εγκατέλειψαν το σχολείο τόσο νωρίς. Στο άλλο άκρο του φάσματος, το 46% των πρόσφατων μεταναστών στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2005, έμεινε στην εκπαίδευση μέχρι την ηλικία των 21 ή και μεγαλύτεροι˙ μόνο το 16% των ιθαγενών Βρετανών ήταν τόσο καλά μορφωμένοι. Εν τω μεταξύ, λίγο πάνω από το ένα τρίτο των Βρετανών κατοίκων είναι είτε πολύ νέοι είτε πάρα πολύ γέροι για να εργαστούν και να πληρώνουν φόρους, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών είναι στην ακμή της παραγωγικής τους ηλικίας. Στο Λονδίνο, όπου το 37% των κατοίκων γεννήθηκαν στο εξωτερικό, οι μετανάστες αντιπροσωπεύουν το 60% του εργατικού δυναμικού σε ορισμένες περιοχές της πόλης. Αλλά μήπως παρ’ όλα αυτά βλάπτουν τους χαμηλής ειδίκευσης ντόπιους εργαζόμενους, πλημμυρίζοντας την αγορά εργασίας και πιέζοντας τους μισθούς; Μελέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δείξει, ότι οι μετανάστες κάνουν εκπληκτικά λίγα για να μειώσουν τους μισθούς των με χαμηλή ειδίκευση γηγενών εργαζομένων. Ένας λόγος μπορεί να είναι ότι οι χαμηλής ειδίκευσης ντόπιοι μπορούν να στραφούν σε επαγγέλματα που χρειάζονται γλωσσικές δεξιότητες, στα οποία οι μετανάστες αντιπροσωπεύουν περιορισμένο ανταγωνισμό. Ένας άλλος λόγος μπορεί να είναι ότι οι εργαζόμενοι δεν ανταγωνίζονται μόνον ο ένας με τον άλλον, αλλά και με τις μηχανές, οπότε όταν οι μετανάστες διογκώνουν το εργατικό δυναμικό, οι επιχειρήσεις δαπανούν λιγότερα για την αυτοματοποίηση και προσλαμβάνουν περισσότερους εργαζόμενους. Η προσφορά θέσεων εργασίας αυξάνεται, έτσι ώστε να ταιριάζει με την αύξηση του αποθέματος των ατόμων που αναζητούν εργασία και οι μισθοί παραμένουν περισσότερο ή λιγότερο αμετάβλητοι.

Ένα πολύ καλό παράδειγμα προέρχεται από την Δανία. Στις αρχές του 1990, η Δανία δέχθηκε πρόσφυγες από χώρες όπως η Βοσνία, το Ιράκ και τη Σομαλία, αυξάνοντας το ποσοστό των εκτός ΕΕ μεταναστών στον πληθυσμό της, από περίπου 1,5% το 1994 σε 4,7% το 2008. Οι αξιωματούχοι που είναι επιφορτισμένοι με αυτό πρόγραμμα ασύλου, δεν έδωσαν δεκάρα για τις δεξιότητες, την εκπαίδευση, την εργασία ή τις προτιμήσεις των μεταναστών ούτε ασχολήθηκαν με τις ελλείψεις δεξιοτήτων στις περιοχές της Δανίας όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες. Αντίθετα, εγκατέστησαν τους ανθρώπους ανάλογα με το πού ήταν διαθέσιμη δημόσια στέγαση και αργότερα ανάλογα με την τοποθεσία των συγγενών τους. Τουλάχιστον τα δύο πέμπτα των νεοεισερχόμενων δεν είχαν τριτοβάθμια εκπαίδευση, λίγοι μιλούσαν δανικά και πολλοί ήρθαν από κουλτούρες πολύ διαφορετικές από εκείνη της βόρειας Ευρώπης. Αν η εισροή των ξένων επρόκειτο ποτέ να καταστρέψει την οικονομία μιας χώρας υποδοχής, αυτό σίγουρα ήταν ένα ώριμο παράδειγμα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ζημία αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Αυτό αποκαλύπτει μελέτη των Πανπιστημίων της Κοπεγχάγης και  της Καλιφόρνιας που εξέτασαν τις επιπτώσεις αυτής της εισροής, ιδιαίτερα σε μία από τις πιο ευάλωτες ομάδες της Δανίας: Τους χαμηλής ειδίκευσης γηγενείς εργαζομένους της. Η μελέτη διαπίστωσε ότι η εισροή μεταναστών στην Δανία, δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στους μισθούς. Αντ’ αυτού καθώς ήρθαν οι πρόσφυγες, οι χαμηλής ειδίκευσης γηγενείς εργαζόμενοι, μετατοπίστηκαν σε διαφορετικές θέσεις εργασίας, πολλές φορές χρησιμοποιώντας τη γνώση της δανέζικης γλώσσας για να διαφοροποιηθούν από τους νεοφερμένους. Επιπλέον, ο αριθμός των θέσεων εργασίας χαμηλής ειδίκευσης στην οικονομία, αυξήθηκε: Μία απόδειξη ότι οι άνθρωποι μπορούν μερικές φορές να υποκαταστήσουν τις μηχανές, σε μία αντιστροφή της γνωστής τελεολογίας. Λόγω αυτών των προσαρμογών, οι μισθοί και οι προοπτικές απασχόλησης των γηγενών ανειδίκευτων εργαζομένων είτε βελτιώθηκαν είτε παρέμειναν στα ίδια.

Η μελέτη για την Δανία είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, επειδή απορρίπτει την τυπική αντίδραση στην αισιόδοξη άποψη των οικονομικών επιδράσεων της μετανάστευσης, η οποία είναι ότι οι μετανάστες βλάπτουν τους ντόπιους εργαζόμενους, με τρόπους που είναι αόρατοι για τους ερευνητές. Προηγούμενες μελέτες από τις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταγράψει την αντίδραση των μισθών των ιθαγενών στην μετανάστευσης σε συγκεκριμένες πόλεις, διαπιστώνοντας ότι οι μισθοί των ανειδίκευτων εργαζομένων σε τόπους με υψηλή μετανάστευση, αυξήθηκαν περίπου το ίδιο γρήγορα με εκείνους σε τόπους με χαμηλά ποσοστά μετανάστευσης. Οι επικριτές αυτών των μελετών ωστόσο, αντέτειναν ότι οι ντόπιοι που υπέστησαν απώλειες θέσεων εργασίας ίσως μετακόμισαν, βγαίνοντας έτσι από το δείγμα. Αλλά οι εργαζόμενοι της Δανίας παρακολουθούνται σε εθνικό επίπεδο, ανεξάρτητα από το πού μετακομίζουν, όπως και οι διακυμάνσεις της εργασιακής τους πορείας.

Κάποιοι και δικαιολογημένα μπορούν να υποστηρίξουν ότι οι μελέτες αυτές αφορούσαν σε χρονικές περιόδους, αλλά και σε οικονομίες οι οποίες βρίσκονταν σε φάση  οικονομικής ανάκαμψης. Τα αποτελέσματα σίγουρα θα ήταν εντελώς διαφορετικά και αυτό φάνηκε από το μεγάλο αριθμό επιστημόνων και εργαζομένων με υψηλή εξειδίκευση που μετακινήθηκαν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου προς τον Βορρά. Τα μεταναστευτικά προβλήματα της Πορτογαλίας, η φυγή νέων ισπανών και η απόδραση ενός δυσαναπλήρωτου αριθμού νέων ελλήνων επιστημόνων, είναι ο αψευδής μάρτυρας των αντοχών, όχι μόνο των κοινωνιών αλλά και των ανθρώπων, απέναντι στην οικονομική κρίση η οποία εξαφανίζει τις ευκαιρίες και τις ελπίδες.

Υπό το πρίσμα αυτό, το ισοζύγιο των μεταναστευτικών ροών θα πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τα περιθώρια που έχει η κάθε μία ξεχωριστά και όχι με γενικόλογους αφορισμούς, οι οποίοι σχεδόν πάντα καταλήγουν σε βάρος των αδυνάτων, οι οποίοι απλώς στην κοινωνική και οικονομική "καταιγίδα" αναζητούν μία σανίδα για να σωθούν και έναν εχθρό για να του φορτώσουν όλες τις ευθύνες.