Ενισχύστε άμεσα τις ένοπλες δυνάμεις!

Katsonis
Λουκάς Γ. Κατσώνης

 

 

Οι πρόσφατες δηλώσεις του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, ότι οι διαφωνίες μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν αφορούν το ΝΑΤΟ και πρέπει να λυθούν ανάμεσα στις δύο χώρες, δεν πρέπει να ξενίζει κανέναν. Πρόκειται για την πάγια και λογική θέση της Συμμαχίας εδώ και δεκαετίες.

Γιατί είναι λογική; Διότι το ΝΑΤΟ δεν δημιουργήθηκε για να μεσολαβεί ανάμεσα στα μέλη του αλλά για να παρέχει αμυντικές εξασφαλίσεις στα μέλη του. Οι μεσολαβήσεις μπορούν να γίνουν από άλλους.

Επίσης, το ΝΑΤΟ ως ο κατ’ εξοχήν  Δυτικός μηχανισμός προβολής ισχύος, εξ αρχής τοποθετημένος έτσι ώστε να επιδιώκει την ανάσχεση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, έχει ανάγκη τον γεωγραφικό χώρο που καταλαμβάνει η Τουρκία, αφού χρησιμεύει ως ανάχωμα για την –άλλοτε σοβιετική και τώρα- ρωσική επέκταση στα θερμά ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου.

Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό εντός του ΝΑΤΟ, μετά από εκείνον των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αυτά δεν αλλάζουν εύκολα.

Εκείνο που πρέπει να αλλάξει είναι η ελληνική αντίληψη για την ισχύ της μέσα στο ΝΑΤΟ και την περιοχή της. Και η Ελλάδα έχει να κάνει πολλά αν θέλει να αυξήσει την αποτρεπτική της ικανότητα και ως εκ τούτου, την εθνική της ασφάλεια.

Η ελληνική κυβέρνηση, η παρούσα ή εκείνη που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές, θα πρέπει τάχιστα να αναβιώσει την εθνική αμυντική βιομηχανία, επιλέγοντας στρατηγικούς εταίρους στην προσπάθεια αυτή. Η εποχή που η Ελλάδα «ψωνίζει» όπλα και εξοπλισμό μόνο από πηγές, πρέπει να τελειώνει. Παράλληλα, θα πρέπει να αναπτυχθεί ένας ευρύτατος κλάδος Έρευνας και Ανάπτυξης, εντός και εκτός των ενόπλων δυνάμεων, που να τροφοδοτεί την αμυντική βιομηχανία με ελληνική (απόρρητη) τεχνολογία.

Δεύτερον, θα πρέπει να εξορθολογιστούν οι αμυντικές δαπάνες. Το να ξοδεύεται το περίπου 72% του αμυντικού προϋπολογισμού σε μισθούς και συντάξεις των μελών των ενόπλων δυνάμεων δεν είναι βιώσιμο. Οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να μικρύνουν σε όγκο και να διευρυνθούν σε ικανότητα. Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση κληρωτών και μονίμων, θα πρέπει να ανασχεδιαστεί εκ βάθρων.

Τρίτον, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να συμμετέχουν σε περισσότερες διεθνείς ασκήσεις και αποστολές, κάτω από την ομπρέλα του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ ή διμερών και πολυμερών συμμαχιών, προκειμένου να αποκτήσουν πολύτιμη επιχειρησιακή εμπειρία επί του πεδίου.

Τέταρτον, θα πρέπει να αναπτυχθούν σχέδια έκτακτης ανάγκης, με την ταχεία ενεργοποίηση πληθυσμιακών ομάδων με ειδικές δεξιότητες ή με ειδικό εξοπλισμό. Οι πληθυσμιακές αυτές ομάδες πρέπει να διαθέτουν διαρκείς οδηγίες που να ακολουθήσουν μόλις ξεσπάσει μια κρίση.

Πέμπτον, και εξ ίσου σημαντικό με τα ανωτέρω, οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να σταματήσουν να αποτελούν πεδίο πολιτικών ακροβασιών και ψηφοθηρικών δραστηριοτήτων και να γίνουν αυτό που εξ ορισμού είναι: Το εργαλείο νόμιμης και αποτελεσματικής βίας εναντίον όποιου επιβουλεύεται την ελληνική εθνική κυριαρχία.

Ευτυχώς, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν ακόμη αρκετή ισχύ και μπορούν, βοηθούντων και παραγόντων που δεν σχετίζονται άμεσα με αυτές, να προξενήσουν μεγάλες βλάβες σε όποιους αποτολμήσουν να επιτεθούν στην Ελλάδα. Αν, όμως, η χώρα επαναπαυθεί, σύντομα η ισχύς αυτή θα αρχίσει να αποδυναμώνεται (η αλήθεια είναι ότι η διαδικασία έχει ξεκινήσει χρόνια πριν) και οι επιπτώσεις θα είναι καταστροφικές.