Τα τοξικά οικονομικά της πανδημίας

ελληνική οικονομία

Μείωση κατά 3,87 δισ. ευρώ (από 32,83 δισ. ευρώ σε 28,96 δισ. ευρώ) ή κατά 11,8% σημείωσε το διαθέσιμο εισόδημα του τομέα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά το β' τρίμηνο εφέτος σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Παράλληλα, η τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 4,1 δισ. ευρώ (από 32,5 δισ. ευρώ σε 28,4 δισ. ευρώ) ή κατά 12,7%. Ωστόσο, το ποσοστό αποταμίευσης, που ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, ήταν 1,9% το β' τρίμηνο του 2020, έναντι 0,9% το β' τρίμηνο του 2019.

Από τα στοιχεία για τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων που δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ, προκύπτουν επίσης τα εξής:

*Οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου) του τομέα των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών ανήλθαν στο ποσό των 2,1 δισ. ευρώ. Το ποσοστό των επενδύσεων του τομέα που ορίζεται ως οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ήταν 16,3% έναντι 18,5% το β' τρίμηνο του 2019.

*Στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών καταγράφηκε έλλειμμα 2,03 δισ. ευρώ, έναντι ελλείμματος 0,09 δισ. ευρώ που είχε καταγραφεί το β' τρίμηνο του 2019. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 5,36 δισ. ευρώ ή κατά 5,36%, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 7,31 δισ. ευρώ ή κατά 7,3%.

*Ο τομέας της Γενικής Κυβέρνησης παρουσίασε καθαρή λήψη δανείων 4,8 δισ. ευρώ, έναντι καθαρής χορήγησης δανείων 0,3 δισ. ευρώ το β' τρίμηνο του 2019. Επιπρόσθετα καταγράφηκε πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων, τρεχουσών και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων ύψους 0,63 δισ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 0,71 δισ. ευρώ που είχε καταγραφεί το β' τρίμηνο πέρυσι. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, η συνολική οικονομία παρουσίασε καθαρή λήψη δανείων 1,4 δισ. ευρώ β' το δεύτερο τρίμηνο του 2020, ενώ το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο η καθαρή χορήγηση δανείων ανέρχονταν σε 0,62 δισ. ευρώ.

Όπως σημειώνει η ΕΛΣΤΑΤ, τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα είναι προσωρινά και αντανακλούν τις επιπτώσεις στο ΑΕΠ της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που τέθηκαν σε ισχύ. Ενώ, αναφορικά με τα μέτρα για τα διάφορα είδη δαπανών του κράτους, διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις κυρώθηκαν μετά το τέλος του α' τριμήνου 2020 και οι ταμειακές πληρωμές που αντιστοιχούν σε αυτά τα μέτρα πραγματοποιούνται κατά την περίοδο μετά το α' τρίμηνο. Παράλληλα, τα στοιχεία αναμένεται να αναθεωρηθούν, όταν καταρτιστούν και ανακοινωθούν τα προσωρινά στοιχεία για το γ' τρίμηνο 2020 με βάση επικαιροποιημένα πρωτογενή στοιχεία που θα έχουν καταστεί διαθέσιμα (π.χ. τριμηνιαίοι μη χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί Γενικής Κυβέρνησης, τριμηνιαίοι εθνικοί λογαριασμοί, κ.λπ.). Επιπλέον, δεν έχει ενσωματωθεί η αναθεώρηση των ετήσιων εθνικών λογαριασμών με έτος βάσης το 2015, εργασία που βρίσκεται σε εξέλιξη.


Η Εργασία


Στο  μεταξύ , ο ιδιωτικός τομέας της χώρας ακόμη και στις προ της τελευταίας πανδημικής κρίσης συνθήκες δεν ενδιαφερόταν για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (αφού κάλυπτε τις όποιες αυξανόμενες ανάγκες σε εργατικό δυναμικό με υπερεργασία και υπερωρίες) φέρνει στο φως η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, 

Σύμφωνα με τα ευρήματα της επιστημονικής ομάδας προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

● Η ελληνική αγορά εργασίας έχει στραφεί στην υπερεργασία και στις υπερωρίες κι έχει, προ πολλού, καταστρατηγήσει το κλασικό 8ωρο. Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε το 80%. «Ο επιχειρηματικός τομέας φαίνεται ότι αντέδρασε στην ήπια τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας τα τελευταία έτη με αύξηση των ωρών εργασίας των ήδη απασχολουμένων και δευτερευόντως με δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης» επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης. Αλλά και σήμερα, με απώλειες περίπου 180.000 θέσεων εργασίας, το ποσοστό του συνόλου των απασχολουμένων που εργάστηκαν υπερωριακά το β' τρίμηνο του 2020 μειώθηκε μεν, αλλά παραμένει ακόμη στο υψηλό ποσοστό του 55%, ενώ σχεδόν ένας στους 5 (το 19% των απασχολουμένων) συνεχίζει να εργάζεται πάνω από 48 ώρες σε εβδομαδιαία βάση.

● Περισσότερες και φτηνότερες υπερωρίες που θα ανταλλαγούν με ημέρες άδειας οδηγούν σε περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργατικών νοικοκυριών. Γιατί η αμοιβή της υπερωρίας είναι εισόδημα. Τα στοιχεία για τη στατιστική κατανομή μισθωτών ανά μισθολογική κλίμακα αποκαλύπτουν ότι η μόνη μισθολογική κατηγορία που εκτινάσσεται είναι αυτή των πολύ φτωχών εργαζόμενων με μισθό από 0 μέχρι 200 ευρώ μηνιαίως. Αυτή η κατηγορία από το 1% εκτινάχτηκε στο 12%, ενώ το 72% των απασχολούμενων αναγκάζεται να ζει συντηρώντας, συχνά, όλη την οικογένεια, με μισθό κάτω των 1.000 ευρώ.

Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι τα νοικοκυριά συνεχίζουν να καταναλώνουν περισσότερο από το διαθέσιμο εισόδημά τους, γεγονός που αποδεικνύει ότι «τρώνε από τα έτοιμα», τα οποία εξαντλούνται γιατί δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους προς εφορίες και τράπεζες. Αντιθέτως, σε μέσους όρους, οι επιχειρήσεις συμπεριφέρονται με αντίστροφο τρόπο. Καταναλώνουν λιγότερο, δηλαδή δεν επενδύουν διατηρώντας υψηλότερα τη ρευστότητά τους κι ενδεχομένως αποταμιεύοντας ακόμη και το 1 ευρώ έσοδο που θα έχουν από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.

● Ενώ το 83% όσων αμείβονται με κατώτατο μισθό δεν μπορούν να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες και το 31% των απασχολουμένων αμείβεται με τα κατώτατα όρια, χαρακτηριστική είναι και η πτώση του μέσου μισθού. Την περίοδο κατά την οποία το lockdown βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από τα 885 ευρώ το β' τρίμηνο του 2019 σε 802 ευρώ το β' τρίμηνο του 2020.

Ταυτόχρονα, στο ίδιο διάστημα αναφοράς, όσοι λάμβαναν αποδοχές μεταξύ 200 και 1.200 ευρώ αυτές μειώθηκαν κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα άτομα που είχαν καθαρές αποδοχές μεταξύ 400 και 600 ευρώ, αφού από 16,3% το β' τρίμηνο του 2019 το ποσοστό των ατόμων μειώθηκε σε 12,3% το ίδιο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβαναν από 601 έως 800 ευρώ μειώθηκε από 24,8% σε 23,5%, ενώ αυτών που λάμβαναν από 801 έως 1.000 ευρώ μειώθηκε από 21,8% σε 18,3% αντίστοιχα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το β' τρίμηνο του 2020 το 72,9% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 1.000 ευρώ. Παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019, το ύψος του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και απέχει σημαντικά από το ύψος ενός μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Ο τουρισμός


Την κατάρρευση των τουριστικών εσόδων αποκαλύπτουν , τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος. Τα έσοδα σε επίπεδο 8μήνου διαμορφώθηκαν σε μόλις 2,68 δισ. ευρώ, έναντι 13,2 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2019.

Τα μισά σχεδόν τουριστικά έσοδα του 8μήνου και ειδικότερα το 1,37 δισ. ευρώ αφορούν τον παραδοσιακά καλό μήνα Αύγουστο, έναντι 4,1 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2019, ενώ πενιχρές αναμένονται και οι επιδόσεις του Σεπτεμβρίου, μια και η τουριστική περίοδος τελείωσε πρόωρα και μια σειρά εκδηλώσεων που τόνωναν τα τουριστικά έσοδα, όπως ΔΕΘ, Μαραθώνιος, συνέδρια, ακυρώθηκαν λόγω κορονοϊού.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τον Αύγουστο του 2020 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε μικρό πλεόνασμα ύψους 80 εκατ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 1,8 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2019, λόγω της σημαντικής επιδείνωσης του ισοζυγίου υπηρεσιών, η οποία αντισταθμίστηκε μερικώς μόνο από τη βελτίωση που παρουσίασαν τα ισοζύγια αγαθών, πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων.

Η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών κατά 468 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Αύγουστο του 2019 οφείλεται ως επί το πλείστον στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου καυσίμων, η οποία συνδέεται με την πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Μικρή βελτίωση σημείωσε και το ισοζύγιο αγαθών χωρίς καύσιμα. Σημειώνεται ότι οι συνολικές εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν οριακά σε σταθερές τιμές, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές μειώθηκαν κατά 11,5%.

Ο περιορισμός του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών οφείλεται κυρίως στη μείωση των καθαρών εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, καθώς οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών και οι αντίστοιχες εισπράξεις μειώθηκαν κατά 73,3% και 66,5% αντίστοιχα σε σχέση με τον περυσινό Αύγουστο. Επίσης, επιδεινώθηκε το ισοζύγιο μεταφορών, λόγω της μείωσης των καθαρών εισπράξεων από θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές.

Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2020, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφάνισε έλλειμμα 7,9 δισ. ευρώ, κατά 6,9 δισ. ευρώ μεγαλύτερο από εκείνο της ίδιας περιόδου του 2019. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται εξ ολοκλήρου στη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από την κατά 3,1 δισ. ευρώ μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών και τη βελτίωση των ισοζυγίων πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων.

Το ΙΟΒΕ 


Το ΙΟΒΕ παρουσιάζει δυο εναλλακτικά σενάρια για την οικονομία, με το αποκαλούμενο ως «βασικό», που προβλέπει ανάπτυξη 4-4,5% το 2021, να ταυτίζεται με το «απαισιόδοξο» σενάριο της κυβέρνησης όπως αποτυπώνεται στο προσχέδιο προϋπολογισμού του 2021. Το δυσμενές σενάριο προβλέπει ύφεση 2,5-4%, ανεργία έως 20,5% (έναντι 18% του καλού σεναρίου) και μείωση των επενδύσεων 5-10% (έναντι αύξησης 15-20% στο καλό σενάριο).

Χαρακτήρισε την υγειονομική κρίση «επιταχυντή εξελίξεων», που «ξαναμοιράζει την τράπουλα της οικονομίας», με κλάδους της οικονομίας όπως ο τουρισμός να βουλιάζουν και άλλους συγκριτικά να ενισχύονται. Στην Ελλάδα, ενώ υπήρξε κάθετη πτώση στις τουριστικές υπηρεσίες (μόλις το 15% των περσινών εσόδων), ο τομέας της μεταποίησης έδειξε ανθεκτικότητα, τόσο στην παραγωγή όσο και στις εξαγωγές.