Η σημασία της μεταφοράς του ΕΝΦΙΑ στην τοπική αυτοδιοίκηση

Σοφία Φ. Κατσίγιαννη
Σοφία Φ. Κατσίγιαννη

Η έννοια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο Ελληνικό Κράτος αποτελούσε ανέκαθεν ένα πρόβλημα προς επίλυση. Πιο συγκεκριμένα, η αντίληψη περί κρατισμού και συγκέντρωσης υπέρογκων εξουσιών στις διοικητικές υπηρεσίες των Υπουργείων κρατούσε δεμένα τα χέρια των Δήμων και των Περιφερειών, τόσο αναφορικά με τις διεκπεραιωτικές διαδικασίες που καλούνταν να ακολουθήσουν όσο και με τις πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να λαμβάνουν, ώστε οι εκάστοτε Δήμοι και Περιφέρειες να γίνουν πιο βιώσιμοι και ευέλικτοι, οικονομικά και κοινωνικά.

Με άλλα λόγια, οι αγκυλώσεις του παρελθόντος και ο συγκεντρωτισμός απέτρεπαν την ανάπτυξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και αφαιρούσαν από την ουσιαστική της εξουσία, αφαιρώντας παράλληλα κι από την εμπιστοσύνη των πολιτών στα συμβούλια και τους αιρετούς, σε σχέση με τη δύναμή τους για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Βρισκόμαστε, ωστόσο, κοινωνικά και οικονομικά σε ένα σημείο που οι μεταβολές είναι αναγκαίες περισσότερο από ποτέ και η διοικητική αποκέντρωση μπορεί να γίνει πραγματικότητα, με σκοπό και την πραγματική αυτοδιοίκηση των Δήμων και των Περιφερειών και την αποσυμφόρηση των κεντρικών υπηρεσιών των Υπουργείων και άλλων κεντρικών δομών του Κράτους.

Ένας καινοτόμος τρόπος να συμβεί αυτό, εξασφαλίζοντας όχι μόνο τη διοικητική αλλά και την οικονομική βιωσιμότητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι η μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους. Όπως ανέφερε και στην ομιλία του στη φετινή ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αυτή η κίνηση θα συντελέσει στην οικονομική αυτοσυντήρηση και αυτοδιάθεση των Δήμων. Πλέον, κάθε Δήμος θα μπορεί να διαχειριστεί αυτοδύναμα τα ποσά που δικαιούται να λαμβάνει, αντικαθιστώντας ουσιαστικά τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους, τα ποσά δηλαδή που κατανέμονται από το Κράτος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με την έναρξη κάθε νέους έτους. Με τον τρόπο αυτό και το Κράτος θα εξοικονομήσει περί τα 2 δισ. ευρώ και οι Δήμοι θα διαχειρίζονται αυτοβούλως τα κονδύλια που τους αναλογούν για την ανάπτυξή τους. Παράλληλα, θα είναι στην κρίση της διοίκησης του κάθε Δήμου η μείωση του ΕΝΦΙΑ, αν αυτή κρίνει ότι μπορεί να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες με χαμηλότερη δαπάνη, ή αύξηση σε περίπτωση κατασκευής παραπάνω έργων ή και η διατήρησή του οικονομικά.

Πέραν, όμως, της οικονομικής βιωσιμότητας των Δήμων, η κίνηση αυτή θα προσφέρει και μεγαλύτερο κίνητρο στους πολίτες να συμμετάσχουν περισσότερο στα κοινά του τόπου τους, αφού πλέον υπεύθυνοι τόσο για το έργο και την ανάπτυξή του όσο και για τυχόν κακοδιαχείριση κονδυλίων θα είναι οι αιρετοί αποκλειστικά, και δε θα μπορούν να μεταθέτουν τις ευθύνες στο κράτος. Θα είναι, συνεπώς, υπόλογοι στους δημότες τους, και ο διάλογος ανάμεσα στην τοπική κοινωνία και την τοπική εξουσία θα ενισχυθεί, όπως ορίζει το δημοκρατικό πολίτευμα και ένα πραγματικά σύγχρονο, επιτελικό κράτος.

Σαφώς, κάθε Περιφέρεια και Δήμος διαφέρει, και για το λόγο αυτό, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για ισότιμη και δίκαιη κατανομή κονδυλίων που προέρχονται από τον ΕΝΦΙΑ, ανάμεσα στους πλεονασματικούς και τους ελλειμματικούς Δήμους. Για παράδειγμα, αν ένας Δήμος έχει οικονομικό πλεόνασμα, θα πρέπει να στηρίξει έναν Δήμο με οικονομικό έλλειμμα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η οικονομική του βιωσιμότητα, κυρίως σε ότι αφορά τις Υπηρεσίες Υγείας και τις Υποδομές Εκπαίδευσης. Με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθεί η ενότητα και το αίσθημα δικαίου, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε ένα κράτος δικαίου, ενώ για να διασφαλιστεί το αδιάβλητο των διαδικασιών, ο ΕΝΦΙΑ θα εξακολουθήσει να εισπράττεται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.

Για να εφαρμοστεί, ωστόσο, το σύστημα αυτό, θα πρέπει να υπάρξει περίοδος προσαρμογής και βελτίωσης, όπως εξήγγειλε και ο πρόεδρος της Ν.Δ. και για να ξεκινήσει επισήμως η εφαρμογή του το 2021, η πιλοτική του περίοδος θα μπορούσε να ξεκινήσει εντός της διετίας.

Με τη μεταρρύθμιση αυτή επιτυγχάνεται όχι μόνο η αύξηση της ευελιξίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά και η ουσιαστική της ισχύς, η αποκέντρωση των εξουσιών, αλλά και η ενίσχυση των κεντρικών διοικητικών υπηρεσιών του Κράτους. Και αυτό το τελευταίο, διότι θα έχουν περισσότερο χώρο για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και αναδιάρθρωση των κεντρικών δομών και λειτουργιών τους. Ακόμη, θα έρθουμε πιο κοντά στα ευρωπαϊκά πρότυπα και θα ενισχυθεί η αίσθηση πως το κράτος βρίσκεται κοντά στον πολίτη και πως ο πολίτης έχει πραγματική δύναμη και λόγο στα κοινά.

Αυτή η κίνηση, στοιχειοθετεί πραγματική μεταρρυθμιστική πολιτική, χαράσσει τον δρόμο προς ένα ευέλικτο ευρωπαϊκό κράτος και ενισχύει την έννοια της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Σε ευρύτερο πλαίσιο, ενισχύεται με αυτό τον τρόπο η δημοκρατία και η πρόοδος, από τα οποία η χώρα μας πάσχει το τελευταίο διάστημα, αλλά μέσω τέτοιων μεταρρυθμίσεων θα μπορέσει σταδιακά να επανέλθει σε ανοδική και αναπτυξιακή πορεία.

*Η Σοφία Φ. Κατσίγιαννη είναι Νομικός, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Αθηνών