Ποιους βαραίνουν οι ευθύνες για την επικείμενη συμφωνία Ελλάδας-πΓΔΜ

Γιώργος Χατζηθεοφάνους
Γιώργος Χατζηθεοφάνους

Διχασμένος ο ελληνικός λαός μπροστά στην επικείμενη συμφωνία για την επίλυση των προβλημάτων με την γειτονική χώρα. Υπάρχουν αυτοί που συμφωνούν κι αυτοί που διαφωνούν. Οι διαφωνούντες επίσης διακρίνονται σε αυτούς που δεν δέχονται να υπάρχει ο όρος «Μακεδονία» ως συνθετικό της ονομασίας της FYROM και σε αυτούς που αποδέχονται την συμφωνηθείσα ονομασία («Βόρεια Μακεδονία») αλλά διαφωνούν στους άλλους όρους της συμφωνίας και κυρίως στο ζήτημα της εθνότητας και της γλώσσας. 

Η εικόνα είναι ίδια και στα πολιτικά κόμματα, τα οποία κατά βάση τοποθετούνται με βάση το κομματικό συμφέρον (τι πρωτότυπο!!!). Ο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς στηρίζει την κυβέρνηση ενώ οι ΑΝΕΛ που συγκυβερνούν διαφωνούν ακόμη και με το όνομα, ωστόσο θα συνεχίσουν να στηρίζουν την κυβέρνηση (?) ενώ έχουν την δυνατότητα να σταματήσουν μια συμφωνία την οποία θεωρούν κακή για την  πατρίδα, απλά αποχωρώντας από το κυβερνητικό σχήμα και οδηγώντας την χώρα σε εκλογές (είναι βέβαιο πως εάν δεν συμμετείχαν στην κυβέρνηση θα χαρακτήριζαν προδότη τον πρωθυπουργό κι όσους υποστηρίζουν την συμφωνία).  Η ΝΔ συμφωνεί με την σύνθετη ονομασία, όμως διαφωνεί σε ό,τι αφορά στα ζητήματα εθνότητας και γλώσσας. Το ΚΙΝ.ΑΛ. περίπου στην ίδια θέση με τη ΝΔ ενώ το Ποτάμι τάσσεται υπέρ της συμφωνίας. Για την Ένωση Κεντρώων και τον Βασίλη Λεβέντη το ζήτημα αυτό μόνο ως «δώρο Θεού» μπορεί να εκληφθεί αφού προέκυψε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να διεκδικήσουν την επανεκλογή τους με αξιώσεις στις επόμενες εκλογές με την ψήφο των Μακεδόνων. Το ΚΚΕ συνεχίζοντας παραδοσιακά να προσκυνά εικονίσματα, τάσσεται κατά της συμφωνίας, διότι οδηγεί την γειτονική χώρα στην αγκαλιά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, κι αυτό δρα αποσταθεροποιητικά στην περιοχή (?). 

Η άποψή μου είναι πως αυτή η κυβέρνηση, μετά τα δύο μεγάλα συλλαλητήρια έχασε την εσωτερική νομιμοποίηση να πάει σε συμφωνία που να εμπεριέχει τον όρο «Μακεδονία», χωρίς σχετικό δημοψήφισμα. Ο πρωθυπουργός ως ηγέτης πρέπει να είναι οδηγός, κι όχι ουραγός του λαού. Πρέπει να έχει όραμα, και την ικανότητα να εμπνέει τον λαό του ώστε να τον ακολουθήσει στην υλοποίηση του οράματός του. Αν δεν μπορέσει, όμως, να εμπνεύσει τον λαό του, είναι μοιραίο να τεθεί ως ουραγός του (ιστορικά παραδείγματα, πολλά). Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί στο πλαίσιο της δημοκρατίας ο ηγέτης κι ο λαός να κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις.  Η ελιτίστικη άποψη σύμφωνα με την οποία τα θέματα που αφορούν στην εξωτερική πολιτική είναι τόσο σύνθετα και πολύπλοκα που οι απλοί πολίτες δεν μπορούν να τα κατανοήσουν, και πως ικανοί πολιτικοί και διπλωμάτες πρέπει να αποφασίζουν για τα εθνικά συμφέροντα και να επιλέγουν τις πολιτικές για την προώθησή τους είναι σωστή (ΜΟΝΟ) εφόσον ο λαός συναινεί. Σε κάθε περίπτωση, ο λαός αποφασίζει είτε να αφήσει την διαχείριση στους πολιτικούς-διπλωμάτες είτε να επιβάλλει την δική του θέση.

Στο σημείο αυτό ο πρωθυπουργός απέτυχε, όπως προκύπτει από την διεξαγωγή των συλλαλητηρίων, παρασυρόμενος, κατά την ταπεινή μου άποψη, από τον Υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος αγνόησε, εντελώς αδικαιολόγητα, τους πάντες.  Για ένα τόσο σοβαρό θέμα που σίγουρα μέσα από την διαπραγμάτευση θα οδηγούσε σε κάποιες υποχωρήσεις, θα έπρεπε από την πρώτη στιγμή να επιδιώξει εθνική συναίνεση στον κατά το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό. Ήταν πέρα από βέβαιο πως η ΝΔ θα αναζητούσε λόγους διαφωνίας  από την στιγμή που δεν συμμετείχε (ούτε σε επίπεδο ενημέρωσης) στην διαμόρφωση των θέσεων στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης. Εάν συμφωνήσει, υπό αυτές τις συνθήκες αναγνωρίζει ανωτερότητα στον κ. Τσίπρα και την κυβέρνησή του και τους παραδίδει τα «κλειδιά».  

Ο Υπουργός Εξωτερικών αγνόησε, όμως, και τον λαό. Όφειλε από την πρώτη στιγμή να επιδιώξει συνάντηση με όλους τους οργανωμένους φορείς που έχουν άποψη και ενδιαφέρονται άμεσα για το ζήτημα (stakeholders)  και να ακούσει τις θέσεις τους, να καταγράψει τις απαιτήσεις τους και να τους ενημερώσει για τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις, στον βαθμό που δεν τίθεται ζήτημα ασφάλειας πληροφοριών στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και, φυσικά, να διατηρεί ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας μαζί τους για συνεχή ενημέρωση.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι λογικό ο λαός να μην εμπιστεύεται  ένα απαξιωμένο πολιτικό σύστημα, το οποίο οδήγησε την χώρα στην σημερινή τραγική κατάσταση, να διαχειριστεί τα σοβαρά εθνικά ζητήματα όπως αυτό, ανεξάρτητα από τις όποιες ενδεχομένως θετικές εξελίξεις προκύψουν στην συνέχεια.  Μια χώρα χωρίς εθνική στρατηγική, εικοσιπέντε και πλέον χρόνια μετά την εμφάνιση του προβλήματος, να τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τις εξελίξεις, χωρίς να έχει συνέλθει το ΚΥΣΕΑ, το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο (ΠΥΣ 31/2000) διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής, ούτε το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ) αρμόδιο (με συμβουλευτικό χαρακτήρα προς τον ΥΠΕΞ) για ζητήματα στρατηγικού σχεδιασμού (ν.3132/2003), με τον Υπουργό Εξωτερικών σε ρόλο one man show να έχει διαφορετική ατζέντα από τον Υπουργό Άμυνας (και δεν γνωρίζουμε αν από την αρχή είχε την ίδια ατζέντα με τον ίδιο τον πρωθυπουργό), χωρίς ίχνος εθνικής συνεννόησης.  Μόνη διέξοδος για τον λαό, τα συλλαλητήρια, τα οποία όμως δεν υποστηρίζουν το εθνικό συμφέρον, διότι οι εικόνες τους στις οθόνες της γείτονος χώρας τροφοδοτούν τον εθνικισμό κι απομακρύνουν την Ελλάδα από τον πρωταγωνιστικό ρόλο που πρέπει να έχει στα Βαλκάνια.

Η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στον πρωθυπουργό της Ελλάδας ο οποίος έχει την λαϊκή εντολή να κυβερνήσει, κι όχι στον υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος έχει ευθύνη απέναντι στον πρωθυπουργό (είναι λάθος να χρεώνουν στον Βαρουφάκη την κακή διαπραγμάτευση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ).  Ο τελικός υπεύθυνος για την χάραξη και εφαρμογή της πολιτικής στο εσωτερικό και το εξωτερικό δεν μπορεί, με βάση το Σύνταγμα, να είναι άλλος από τον πρωθυπουργό της χώρας, ο οποίος άλλωστε έχει την εξουσία επιλογής των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου (εξίσωση εξουσίας και ευθύνης), στο οποίο ο ίδιος προεδρεύει.  Και, βέβαια, όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού και ενός υπουργού, ο τελευταίος παραιτείται ή παύεται και αντικαθίσταται με άλλον της επιλογής και πάλι του πρωθυπουργού.

Ερχόμενοι στην ουσία του ζητήματος, πέρα από κάθε αμφιβολία, η Ελλάδα οφείλει να κλείσει όλα τα ανοικτά ζητήματα και να διεκδικήσει ρόλο πρωταγωνιστικό στα Βαλκάνια, που θα αναβαθμίσει, πέρα των άλλων, την θέση της στην ΕΕ και την Δύση και γενικότερα.  Με ανοικτά τα ζητήματα αυτά, παραδίδουμε τον ρόλο αυτό στην Βουλγαρία και την Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πέρα τούτου, το μέτωπο με την Τουρκία είναι ήδη πολύ βαρύ και δεν μπορεί η χώρα να αντέξει κι άλλα βάρη, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από μια επικίνδυνη για την παγκόσμια ειρήνη αστάθεια,  και με λαβωμένη την εθνική της ισχύ λόγω της οικονομικής κρίσης.  Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, πως πρέπει να κλείσουν τα ζητήματα  σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, που πρέπει αποτελούν τον φάρο όλων των επιλογών μας.

Το ερώτημα λοιπόν από το οποίο πρέπει όλοι να ξεκινήσουμε είναι: «Ποιο είναι το Εθνικό Συμφέρον;». Και βέβαια θα πρέπει όλοι να λάβουμε υπόψη πολλούς παράγοντες και κυρίως το γεγονός ότι η Ελλάδα και η FYROM δεν υπάρχουν μόνες τους στο διεθνές περιβάλλον, όπως κάποιοι νομίζουν και επικαλούνται την δύναμή μας απέναντι στο μικρό αυτό κράτος. Υπάρχουν κι άλλοι πόλοι ισχύος ως δρώντες, όπως άλλα έθνη-κράτη, υπερεθνικοί οργανισμοί και συμμαχίες (ΟΗΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ κ.ά.), πολυεθνικές-παγκόσμιες εταιρείες με κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από το ΑΕΠ πολλών χωρών, παγκόσμιας εμβέλειας ΜΜΕ, κι άλλοι πολλοί, που διαμορφώνουν ένα εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο περιβάλλον, εντός του οποίου το έργο της προώθησης των εθνικών συμφερόντων καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο. Το επιθυμητό δεν είναι πάντα εφικτό.

Η δημοκρατία χρειάζεται πολίτες ικανούς να κυβερνούν και να κυβερνώνται και τέτοιοι πολίτες είναι οι καλά ενημερωμένοι πολίτες που μπορούν να διαμορφώνουν άποψη έχοντας σχετικές γνώσεις και πληροφόρηση, κι όχι να λειτουργούν στην βάση γηπεδικών συμπεριφορών με διχαστικά συνθήματα «πατριώτες» και «πουλημένοι».  

Ο λαός δεν εμπιστεύεται ένα πολιτικό σύστημα (το οποίο, όμως, ο ίδιος επέλεξε)  κι εγώ δεν εμπιστεύομαι έναν λαό, χωρίς δημοκρατική παιδεία,  που ποτέ δεν αγωνίστηκε για βασικά δημοκρατικά δικαιώματα, έτοιμο για νέους διχαστικούς αγώνες, με συνέπεια απέναντι στην σύγχρονη ιστορία του.  Ανησυχώ και ζητώ από όλον τον πολιτικό κόσμο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά.  

*Ο Γιώργος Χατζηθεοφάνους είναι υποστράτηγος ε.α., οικονομολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Εθνική Στρατηγική - Πρόταση για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ι.ΣΙΔΕΡΗ».