Γιατί πολλοί υπερπλούσιοι δεν είναι ικανοποιημένοι με τον πλούτο τους

Tim Graham Getty images

Καθώς ο αριθμός εκατομμυριούχων και δισεκατομμυριούχων στον κόσμο μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που κατέχουν περισσότερα χρήματα από ό, τι θα μπορούσαν λογικά να ξοδεύουν ακόμα και για τα πιο πολύτιμα αγαθά.

Αλλά από ένα ορισμένο επίπεδο πλούτου, το επόμενο εκατομμύριο δεν πρόκειται να φέρει ξαφνική επανάσταση στον τρόπο ζωής τους. Τι αποτελεί κίνητρο για τους ανθρώπους, μόλις φτάσουν στο σημείο αυτό, να συνεχίσουν να επιδιώκουν περισσότερα;

Βρήκα, γράφει ο JOE PINSKER στο περιοδικό The Atlantic, ότι υπάρχουν κάποιες καλές εξηγήσεις, αφότου μίλησα με λίγους ανθρώπους που πέρασαν πολύ χρόνο με την παρουσία ή/και την έρευνα των πολύ, πολύ πλούσιων. Ο Michael Norton, καθηγητής του Harvard Business School, ο οποίος έχει μελετήσει τις σχέσεις μεταξύ ευτυχίας και πλούτου, είχε ένα ιδιαίτερα κομψό μοντέλο για την κατανόηση αυτού του τρόπου συμπεριφοράς.

Ο Norton λέει ότι η έρευνα καταδεικνύει συνήθως δύο κεντρικά ερωτήματα που οι άνθρωποι θέτουν στον εαυτό τους όταν καθορίζουν εάν είναι ικανοποιημένοι με κάτι στην ζωή τους: «Περνώ καλύτερα από πριν;» Και, «Περνώ καλύτερα από άλλους;». Αυτό ισχύει για τον πλούτο, αλλά και για την γοητεία, το ύψος και άλλα πράγματα με τα οποία οι άνθρωποι στενοχωρούνται.

«Αλλά το πρόβλημα είναι», λέει ο Norton, ότι «πολλά από τα πράγματα που πραγματικά έχουν σημασία στην ζωή είναι δύσκολο να μετρηθούν. Αν λοιπόν ήθελες να είσαι καλός γονέας, είναι λίγο δύσκολο να γνωρίζεις αν είσαι καλύτερος γονέας τώρα από ό, τι πριν από ένα χρόνο και είναι επίσης δύσκολο να γνωρίζεις αν είσαι καλύτερος γονέας από τους γείτονες».

Έτσι, οι άνθρωποι στρέφονται σε συγκριτικές διαστάσεις που μπορούν να ποσοτικοποιηθούν. «Το χρήμα είναι ένα καταπληκτικό μέτρο», λέει ο Norton. «Αν θέλω να μάθω αν είμαι καλύτερα από ότι ήμουν, το εύκολο πράγμα που πρέπει να ρωτήσω είναι: Βγάζω περισσότερα χρήματα; Ή, Το σπίτι μου έχει περισσότερα τετραγωνικά μέτρα; Ή, Έχω περισσότερα σπίτια από όσα πριν;».

Αυτό το ένστικτο για μέτρο και σύγκριση δεν εξαφανίζεται όταν οι άνθρωποι έχουν ένα φοβερό χρηματικό ποσό. «Το πρόβλημα είναι ότι [το ερώτημα] ‘Είμαι καλύτερα από ότι ήμουν;’ κινητροδοτεί τα άτομα μόνο προς μια κατεύθυνση, η οποία είναι προς τα πάνω», λέει ο Norton. Και αν μια οικογένεια συσσωρεύσει, για παράδειγμα, 50 εκατομμύρια δολάρια, αλλά μετακομίσει σε μια γειτονιά όπου όλοι έχουν τόσα χρήματα (ή περισσότερα), αισθάνονται πολύ λιγότερο πλούσιοι από ό, τι αν επέμεναν στην σύγκριση με ομόλογούς τους πολύ πριν βγάλουν τα δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Εξ ου και οι συνεχώς μεταβαλλόμενοι στόχοι του πλούτου και της ικανοποίησης.

Η έρευνα που διεξήγαγε ο Norton, η οποία δείχνει το φαινόμενο αυτό, είναι απογοητευτική. Σε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε νωρίτερα φέτος, ο ίδιος και οι συνεργάτες του ρώτησαν περισσότερους από 2.000 ανθρώπους που έχουν καθαρή αξία τουλάχιστον 1 εκατομμυρίου δολαρίων (συμπεριλαμβανομένων πολλών των οποίων ο πλούτος υπερβαίνει κατά πολύ αυτό το όριο) πόσο ευτυχισμένοι ήταν σε μια κλίμακα από ένα έως δέκα, και μετά πόσα περισσότερα χρήματα θα χρειαζόντουσαν για να φτάσουν στο 10. «Καθ’ όλο το εύρος του φάσματος εισοδήματος-πλούτου», μου είπε ο Norton, «βασικά όλοι λένε ότι [θα χρειάζονταν] δύο ή τρεις φορές τόσα» για να είναι απόλυτα ευτυχισμένοι.

Πού βρήκε ο Norton τους πλούσιους ανθρώπους του; Για την συγκεκριμένη μελέτη, μια επενδυτική τράπεζα τον διασύνδεσε με μερικούς από τους υψηλής αξίας πελάτες της. Αλλά ο Norton μου είπε επίσης ότι είχε προηγουμένως συμβουλευτεί μια ομάδα Ολλανδών εκατομμυριούχων που ήταν πρόθυμοι να απαντήσουν σε ερωτήσεις των ερευνητών, κάνοντας τους εαυτούς τους οριακά πλουσιότερους στην διαδικασία: Για μια μελέτη, ο Norton και ο συνεργάτης του πλήρωναν κάθε ερωτώμενο περίπου 46 ευρώ για κάθε συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο. «Μπορείτε να εκτελέσετε μια έρευνα με συνηθισμένους ανθρώπους για περίπου ένα δολάριο», λέει.

Ο Jeffrey Winters, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Northwestern και συγγραφέας του βιβλίου Oligarchy, δήλωσε ότι εκτός από την κοινωνική σύγκριση, οι πραγματικά πλούσιοι άνθρωποι συχνά παρακινούνται να αποκτήσουν περισσότερα χρήματα από την συγκίνηση που έρχεται με τον πολλαπλασιασμό της περιουσίας με το να κάνουν επενδύσεις, να αγοράζουν επιχειρήσεις, και ούτω καθεξής. «Για όσους από εμάς έχουμε μισθό και δαπάνες που προσπαθούμε να καλύψουμε -μια υποθήκη, ασφάλιση υγείας μας, τρόφιμα, τα δίδακτρα του παιδιού μας- συνδέουμε την παραγωγή χρημάτων με τα έξοδά μας», λέει. Εν τω μεταξύ, πολλοί υπερπλούσιοι άνθρωποι «χρησιμοποιούν τα χρήματά τους για να βγάλουν λεφτά» -μια συναρπαστική, ενισχυτική του κύρους διαδικασία.

Αυτοί οι δύο τρόποι της χρήσης των χρημάτων -ως τρόπος κάλυψης δαπανών ή ως τρόπος οικοδόμησης μεγαλύτερης περιουσίας- έρχονται με δύο διαφορετικές έννοιες μειωμένων αποδόσεων. «Πείτε ότι θέλατε να έχετε ένα mega-yacht συν έξι αρχοντικά σε έξι διαφορετικές τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο», λέει ο Winters. «Θα μπορούσατε να τα κάνετε όλα αυτά αρκετά άνετα με μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια». Είναι διαφορετικό εάν ο στόχος σας είναι να συνεχίσετε να συσσωρεύετε, οπότε, στην περίπτωση αυτή «κανένας αριθμός δεν είναι αρκετός», λέει ο Winters. Και προσθέτει: «Κάθε δισεκατομμυριούχος με τον οποίον έχω μιλήσει, και έχω μιλήσει με αρκετούς από αυτούς, είναι εξαιρετικά ενθουσιασμένος από κάθε επιπλέον αύξηση των χρημάτων που βγάζει».

Ένας άλλος ειδικός τον οποίο έχω συμβουλευθεί, η Brooke Harrington, καθηγήτρια στο Business School της Κοπεγχάγης, η οποία έχει μελετήσει και γράψει για τις οικονομικές πρακτικές των υπερπλούσιων, λέει ότι η ερώτηση που πολλοί πλούσιοι θέτουν στον εαυτό τους για τα χρήματά τους δεν είναι «Έχω αρκετά για να αγοράσω αυτό το ακριβό πράγμα που θέλω;» αλλά μάλλον «Έχω τόσο πολύ περισσότερα από όσα έχουν αυτοί με τους οποίους συγκρίνω με τον εαυτό μου;».

«Η αίσθηση του να είναι κάποιος ‘ευκατάστατος’», μου έγραψε σε ένα email, «δεν αφορά τόσο στην εκπλήρωση ενός παιδικού ονείρου να αγοράσει ένα ιστιοφόρο ή κάτι τέτοιο˙ η αίσθηση του πλούτου έρχεται από την σύγκριση με άλλους στην ομάδα αναφοράς σας. Επομένως, το ερώτημα δεν είναι τι θέλουν να αγοράσουν τα άτομα, αλλά τι πιστεύουν ότι πρέπει να αγοράσουν για να διατηρήσουν το κύρος τους».

Ο μυθιστοριογράφος Gary Shteyngart έχει επίσης εμπειρία από πρώτο χέρι βλέποντας πώς οι πλούσιοι άνθρωποι σκέφτονται για τον πλούτο τους. Ο πρωταγωνιστής του πρόσφατου μυθιστορήματός του, Lake Success, που δημοσιεύθηκε πριν από λίγους μήνες, είναι ένας οικονομικός παράγων της Νέας Υόρκης, και κατά την διάρκεια της έρευνας για το βιβλίο, ο Shteyngart καλλιέργησε φιλίες με περισσότερους από δώδεκα άκρως πλούσιους, κυρίως άνδρες hedge funders (επενδυτές αντιστάθμισης κινδύνου), το είδος των ανθρώπων που λένε ότι είναι αλλεργικοί στο να πετούν με τις εμπορικές αερογραμμές και που προσλαμβάνουν ανώτερους οικονομικούς συμβούλους για να διαχειριστούν τον άφθονο πλούτο της οικογένειάς τους. «Έφτασαν στο σημείο όπου έχουν όλα τα χρήματα που χρειάζονται για το οτιδήποτε μπορεί να χρειαστούν, και τα πράγματα που μπορούν να αγοράσουν δεν είναι τόσο ακριβά σε σύγκριση με αυτά που έχουν», μου είπε. «Το πιο πρόσφατο αυτοκίνητο Tesla, δεν ξέρω τι κοστίζει, αλλά δεν είναι πολύ ακριβό αν έχεις 100 εκατομμύρια δολάρια».

Ένα πράγμα που ο Shteyngart παρατήρησε αφού πέρασε το χρόνο με αυτό το πλήθος ήταν πόσο ανταγωνιστικοί ήταν. «Θα ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο στα τερματικά τους του Bloomberg όλη την ημέρα και στην συνέχεια στο τέλος της ημέρας θα έπαιζαν ανταγωνιστικό πόκερ μεταξύ τους», λέει˙ αυτό το πνεύμα του να ξεπερνούν [τους άλλους] διακατέχει ακόμη και τις δωρεές που έκαναν σε φιλανθρωπικές οργανώσεις. Ο Shteyngart θεωρεί ότι κάτω από αυτή την ανταγωνιστικότητα υπάρχει ανάγκη να φαίνονται πιο έξυπνοι και πιο ικανοί από τους ομολόγους τους: Οι διευθυντές των hedge funds μπορεί μερικές φορές να πλουτίσουν με το να κάνουν ένα ή δύο στοιχήματα που έχουν περισσότερη σχέση με την τύχη παρά με οτιδήποτε άλλο, κάτι που μπορεί να τους κάνει να αισθάνονται ότι η νοημοσύνη τους είναι υπό αμφισβήτηση, ακόμη και αν τα χρήματά τους είναι απόδειξη της επαγγελματικής τους επιτυχίας.

Ο Shteyngart είδε επίσης τους hedge funders να κάνουν τις κοινωνικές συγκρίσεις που περιέγραψαν οι Norton και Harrington, αντιμετωπίζοντας τα χρήματα ως σκορ. Θυμάται έναν από αυτούς να λέει κάτι σαν «Δεν έχουμε λίστες best-seller και βραβεία. Αυτό που έχουμε είναι τούτο –τα νούμερα στο τέλος της ημέρας».

Η όλη εμπειρία δεν έκανε τον Shteyngart να νιώθει καλά. Υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν να αγοράσουν οτιδήποτε θέλουν και των οποίων ο πλούτος ήταν ευρύτατα ζηλευτός, και αυτοί ακόμα δεν ήταν ικανοποιημένοι -όπως ίσως έχουν προβλέψει αυτοί οι ερευνητές που μελέτησαν την ευτυχία και τον πλούτο. «Στο τέλος της ημέρας», μου είπε ο Shteyngart, «ήμουν ευτυχής που τελείωσα αυτή την έρευνα, γιατί ήταν αρκετά καταθλιπτική».

Πηγή: https://www.theatlantic.com/family/archive/2018/12/rich-people-happy-money/577231/